δείκηλον — representation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεικήλοιο — δείκηλον representation neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεικήλοις — δείκηλον representation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεικήλοισι — δείκηλον representation neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεικήλοισιν — δείκηλον representation neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεικήλου — δείκηλον representation neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεικήλων — δείκηλον representation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεικήλῳ — δείκηλον representation neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείκηλα — δείκηλον representation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek